- κόρον
- κόρος 1satietymasc acc sgκόρος 2boymasc acc sgκόρος 3besommasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόρος — (I) ο (ΑM κόρος) 1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ ἐμῶν κακῶν», Ευρ.) 2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων 2. φρ. «κατά… … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
сытый — диал. сытой; сыт, сыта, сыто, укр. ситий, ст. слав. сытъ ἀρκούμενος, до сыти εἰς κόρον (Супр.), болг. сит, сербохорв. си̏т, ж. си̏та, ср. си̏то, словен. sìt, ж. sita, чеш. syt, syty, слвц. syty, польск., в. луж., н. луж. sуtу. Напрашивается… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· … Deutsch Wikipedia
несытьствьныи — (1*) пр. Неумеренный: в мѣру въздержаньѥ и огрѣбаниѥ. не токмо ѥже различныхъ и несытьственыхъ брашенъ и питии. но и зазора и ненависти. (κατὰ κόρον) ФСт XIV, 59г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ADANI Insul — Ptolemaeo νῆσος Α᾿δάνου, hinc Adan absolute apud Plinium, et ex eo Solinum c. 56. Ab Indica prominentia ad Malichu Insulam affirmat esse quindecies centena milia passuum: a Malichu ad Sceneon ducenta viginti quinque milia, inde ad Insul. Adan… … Hofmann J. Lexicon universale
SEPTERIUM — una ex 3. sollennitatibus nonô quôque annô Delphis olim celebrari solitis: quarum mentio apud Plut. Quaestion. Graec. Erat autem Σεπτήριον μίμημα τῆς πρὸς τὸν πύθωνα τȏυ θεοῦ μάχης, καὶ τῆς μετα τὴν μάχυς̔ν ἐπὶ τὰ τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξες.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αγγουροφάγος — ο 1. αυτός που τρώει αγγούρια κατά κόρον 2. σκουλήκι που τρώει τη ρίζα τής αγγουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + φάγος < έφαγα, αόριστος τού ρ. τρώγω] … Dictionary of Greek